Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segnalaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seɲɲalaˈmento]

1 σήμανση
2 σηματοδότηση
3 σημάδεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segnacolo segnalare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segmentazione (θηλ.ουσ)
segmento (ουσ αρσ )
segnacarte (ουσ αρσ )
segnacaso (ουσ αρσ )
segnacolo (ουσ αρσ )
segnalamento (ουσ αρσ )
segnalare (ρ. μτβ.)
segnalarsi (ρ.μ. (αντων.))
segnalato (επίθ.)
segnalatore (ουσ αρσ )
segnalazione (θηλ.ουσ)
segnale (ουσ αρσ )
segnaletica (θηλ.ουσ)
segnaletico (επίθ.)
segnalibro (ουσ αρσ )
segnalinee (ουσ αρσ )
segnapassi (ουσ αρσ )
segnaposto (ουσ αρσ )
segnaprezzo (ουσ αρσ )
segnapunti (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---