Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segnapùnti  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,seɲɲaˈpunti]

σημειωτής που κρατά το σκορ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segnaprezzo segnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segnalibro (ουσ αρσ )
segnalinee (ουσ αρσ )
segnapassi (ουσ αρσ )
segnaposto (ουσ αρσ )
segnaprezzo (ουσ αρσ )
segnapunti (ουσ αρσ και θηλ.)
segnare (ρ.αμτβ.)
segnare (ρ. μτβ.)
segnarsi (ρ.μ. (αντων.))
segnatamente (επίρ.)
segnatario (ουσ αρσ )
segnatasse (ουσ αρσ )
segnatempo (ουσ αρσ )
segnato (επίθ.)
segnatura (θηλ.ουσ)
segnavento (αρσ. επίθ και ουσ)
segnavia (ουσ αρσ )
segnico (επίθ.)
segno (ουσ αρσ )
sego (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---