Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segnatèmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,seɲɲaˈtɛmpo]

1 διάταξη χρονομέτρησης εργασιών
2 χρονομετρητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segnatasse segnato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segnare (ρ. μτβ.)
segnarsi (ρ.μ. (αντων.))
segnatamente (επίρ.)
segnatario (ουσ αρσ )
segnatasse (ουσ αρσ )
segnatempo (ουσ αρσ )
segnato (επίθ.)
segnatura (θηλ.ουσ)
segnavento (αρσ. επίθ και ουσ)
segnavia (ουσ αρσ )
segnico (επίθ.)
segno (ουσ αρσ )
sego (ουσ αρσ )
segone (ουσ αρσ )
segoso (επίθ.)
segregare (ρ. μτβ.)
segregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
segregato (επίθ.)
segregazione (θηλ.ουσ)
segregazionismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---