Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [segˈmento]

1 μεταμερίδιο
2 τομή
3 τεμάχιο
4 τμήμα
5 κατατομή
6 δακτύλιος
7 επίστρωση φρένου
8 δακτύλιος εμβόλου
9 συναρμολογούμενο τμήμα
10 εξάρτημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segmentazione segnacarte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seghetto (ουσ αρσ )
segmentale (επίθ.)
segmentare (ρ. μτβ.)
segmentarsi (ρ.μ. (αντων.))
segmentazione (θηλ.ουσ)
segmento (ουσ αρσ )
segnacarte (ουσ αρσ )
segnacaso (ουσ αρσ )
segnacolo (ουσ αρσ )
segnalamento (ουσ αρσ )
segnalare (ρ. μτβ.)
segnalarsi (ρ.μ. (αντων.))
segnalato (επίθ.)
segnalatore (ουσ αρσ )
segnalazione (θηλ.ουσ)
segnale (ουσ αρσ )
segnaletica (θηλ.ουσ)
segnaletico (επίθ.)
segnalibro (ουσ αρσ )
segnalinee (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---