Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sedentàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sedenˈtarjo]

άνθρωπος με καθιστική δουλειά

sedentàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sedenˈtarjo]

καθιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sedentarietà sedentarismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sedare (ρ. μτβ.)
sedatamente (επίρ.)
sedativo (ουσ αρσ )
sede (θηλ.ουσ)
sedentarietà (θηλ.ουσ)
sedentario (ουσ αρσ )
sedentario (επίθ.)
sedentarismo (ουσ αρσ )
sedente (επίθ.)
sedere (ουσ αρσ )
sedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sedersi (ρ.μ. (αντων.))
sedia (θηλ.ουσ)
sediario (ουσ αρσ )
sedicenne (ουσ αρσ )
sedicenne (θηλ.ουσ)
sedicenne (επίθ.)
sedicente (επίθ.)
sedicesimo (ουσ αρσ )
sedicesimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---