Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sedicènne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sediˈʧɛnne]

αγόρι δεκαέξι ετών

sedicènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sediˈʧɛnne]

κοπέλα δεκαέξι ετών

sedicènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sediˈʧɛnne]

δεκαεξάχρονος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sediario sedicente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sedere (ουσ αρσ )
sedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sedersi (ρ.μ. (αντων.))
sedia (θηλ.ουσ)
sediario (ουσ αρσ )
sedicenne (ουσ αρσ )
sedicenne (θηλ.ουσ)
sedicenne (επίθ.)
sedicente (επίθ.)
sedicesimo (ουσ αρσ )
sedicesimo (επίθ.)
sedici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
sedicina (θηλ.ουσ)
sedile (ουσ αρσ )
sedimentare (ρ.αμτβ.)
sedimentario (επίθ.)
sedimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sedimentazione (θηλ.ουσ)
sedimento (ουσ αρσ )
sedimentologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---