Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sèdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛdja]

η καρέκλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sedersi sediario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sedia [θηλ.] a dondolo = η κουνιστή καρέκλα || sedia [θηλ.] a rotelle = η αναπηρική καρέκλα || sedia [θηλ.] a sdraio = η σεσλών, η ξαπλώστρα || sedia [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική καρέκλα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sedentarismo (ουσ αρσ )
sedente (επίθ.)
sedere (ουσ αρσ )
sedere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sedersi (ρ.μ. (αντων.))
sedia (θηλ.ουσ)
sediario (ουσ αρσ )
sedicenne (ουσ αρσ )
sedicenne (θηλ.ουσ)
sedicenne (επίθ.)
sedicente (επίθ.)
sedicesimo (ουσ αρσ )
sedicesimo (επίθ.)
sedici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
sedicina (θηλ.ουσ)
sedile (ουσ αρσ )
sedimentare (ρ.αμτβ.)
sedimentario (επίθ.)
sedimentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sedimentazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---