ItalianoGreco


sèdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛdja]

η καρέκλα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sedia [θηλ.] a dondolo = η κουνιστή καρέκλα || sedia [θηλ.] a rotelle = η αναπηρική καρέκλα || sedia [θηλ.] a sdraio = η σεσλών, η ξαπλώστρα || sedia [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική καρέκλα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---