Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolipòlio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poliˈpɔljo] ύπαρξη πολλών εταιρειών στο ίδιο αντικείμενο (μη μονοπωλιακή κατάσταση) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |