Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polipòdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poliˈpɔdjo]

φτέρα γένους polypodium


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polipo polipoide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polipetalo (επίθ.)
poliploide (επίθ.)
poliploidia (θηλ.ουσ)
polipnea (θηλ.ουσ)
polipo (ουσ αρσ )
polipodio (ουσ αρσ )
polipoide (επίθ.)
polipolio (ουσ αρσ )
poliposo (επίθ.)
polipropilene (ουσ αρσ )
polire (ρ. μτβ.)
poliritmia (θηλ.ουσ)
poliritmico (επίθ.)
poliritmo (επίθ.)
polis (θηλ.ουσ)
polisaccaride (ουσ αρσ )
polisemantico (επίθ.)
polisemia (θηλ.ουσ)
polisemico (επίθ.)
polisenso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---