Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polisènso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔliˈsɛnso]

λογοπαίγνιο

polisènso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,pɔliˈsɛnso]

1 πολύσημος
2 πολλαπλά εννοιολογικός
3 πολλαπλά σημασιολογικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polisemico polisillabico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polis (θηλ.ουσ)
polisaccaride (ουσ αρσ )
polisemantico (επίθ.)
polisemia (θηλ.ουσ)
polisemico (επίθ.)
polisenso (ουσ αρσ )
polisenso (επίθ.)
polisillabico (επίθ.)
polisillabo (ουσ αρσ )
polisillabo (επίθ.)
polisillogismo (ουσ αρσ )
polisindeto (ουσ αρσ )
polisintetico (επίθ.)
polisolfuro (ουσ αρσ )
polisportivo (επίθ.)
polista (ουσ αρσ )
polista (θηλ.ουσ)
polistadio (επίθ.)
polistico (επίθ.)
polistirene (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---