ItalianoGreco


polisènso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔliˈsɛnso]

λογοπαίγνιο

polisènso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,pɔliˈsɛnso]

1 πολύσημος
2 πολλαπλά εννοιολογικός
3 πολλαπλά σημασιολογικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---