Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolisportìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,pɔlisporˈtivo] 1 ασχολούμενος με πολλά σπορ 2 σχετικός με πολλά σπορ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |