Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polisportìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,pɔlisporˈtivo]

1 ασχολούμενος με πολλά σπορ
2 σχετικός με πολλά σπορ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polisolfuro polista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polisillabo (επίθ.)
polisillogismo (ουσ αρσ )
polisindeto (ουσ αρσ )
polisintetico (επίθ.)
polisolfuro (ουσ αρσ )
polisportivo (επίθ.)
polista (ουσ αρσ )
polista (θηλ.ουσ)
polistadio (επίθ.)
polistico (επίθ.)
polistirene (ουσ αρσ )
polistirolico (επίθ.)
polistirolo (ουσ αρσ )
Politburo (ουσ αρσ )
politeama (ουσ αρσ )
politecnico (ουσ αρσ )
politecnico (επίθ.)
politeismo (ουσ αρσ )
politeista (ουσ αρσ και θηλ.)
politeista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---