Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polistiròlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔlistiˈrɔlo]

το φελιζόλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polistirolico Politburo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polista (θηλ.ουσ)
polistadio (επίθ.)
polistico (επίθ.)
polistirene (ουσ αρσ )
polistirolico (επίθ.)
polistirolo (ουσ αρσ )
Politburo (ουσ αρσ )
politeama (ουσ αρσ )
politecnico (ουσ αρσ )
politecnico (επίθ.)
politeismo (ουσ αρσ )
politeista (ουσ αρσ και θηλ.)
politeista (επίθ.)
politeistico (επίθ.)
politematico (επίθ.)
politene (ουσ αρσ )
politezza (θηλ.ουσ)
politica (θηλ.ουσ)
politicamente (επίρ.)
politicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---