Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


politeìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [politeˈista]

ειδωλολάτρης

politeìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [politeˈista]

πολυθεὶστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  politeismo politeistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Politburo (ουσ αρσ )
politeama (ουσ αρσ )
politecnico (ουσ αρσ )
politecnico (επίθ.)
politeismo (ουσ αρσ )
politeista (ουσ αρσ και θηλ.)
politeista (επίθ.)
politeistico (επίθ.)
politematico (επίθ.)
politene (ουσ αρσ )
politezza (θηλ.ουσ)
politica (θηλ.ουσ)
politicamente (επίρ.)
politicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
politicastro (ουσ αρσ )
politicità (θηλ.ουσ)
politicizzare (ρ. μτβ.)
politicizzazione (θηλ.ουσ)
politico (ουσ αρσ )
politico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---