Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


politicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [politiʧiˈta]

1 διπλωματική στάση
2 πολιτικός χαρακτήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  politicastro politicizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

politezza (θηλ.ουσ)
politica (θηλ.ουσ)
politicamente (επίρ.)
politicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
politicastro (ουσ αρσ )
politicità (θηλ.ουσ)
politicizzare (ρ. μτβ.)
politicizzazione (θηλ.ουσ)
politico (ουσ αρσ )
politico (επίθ.)
politicone (ουσ αρσ )
politipo (ουσ αρσ )
polito (επίθ.)
politologia (θηλ.ουσ)
politologo (ουσ αρσ )
politonale (επίθ.)
politonalità (θηλ.ουσ)
polittico (ουσ αρσ )
politura (θηλ.ουσ)
poliuretanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---