Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolitòlogo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [poliˈtɔlogo] 1 ειδικός στα πολιτικά 2 πολιτικός επιστήμονας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |