Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


poliritmìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [poliritˈmia]

πολυρυθμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polire poliritmico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polipoide (επίθ.)
polipolio (ουσ αρσ )
poliposo (επίθ.)
polipropilene (ουσ αρσ )
polire (ρ. μτβ.)
poliritmia (θηλ.ουσ)
poliritmico (επίθ.)
poliritmo (επίθ.)
polis (θηλ.ουσ)
polisaccaride (ουσ αρσ )
polisemantico (επίθ.)
polisemia (θηλ.ουσ)
polisemico (επίθ.)
polisenso (ουσ αρσ )
polisenso (επίθ.)
polisillabico (επίθ.)
polisillabo (ουσ αρσ )
polisillabo (επίθ.)
polisillogismo (ουσ αρσ )
polisindeto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---