Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpoliomielìte, poliomielìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,pɔljomjeˈlite], [,pɔljomieˈlite] η πολυομυελίτιδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |