Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polinòmio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poliˈnɔmjo]

πολυώνυμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polinomiale polinucleato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Polinesia (κύρ.όν. θηλ.)
polinesiano (αρσ. επίθ και ουσ)
polineurite (θηλ.ουσ)
polinevrite (θηλ.ουσ)
polinomiale (επίθ.)
polinomio (ουσ αρσ )
polinucleato (αρσ. επίθ και ουσ)
poliomielite (θηλ.ουσ)
poliomielitico (ουσ αρσ )
poliomielitico (επίθ.)
polipeptide (ουσ αρσ )
polipetalo (επίθ.)
poliploide (επίθ.)
poliploidia (θηλ.ουσ)
polipnea (θηλ.ουσ)
polipo (ουσ αρσ )
polipodio (ουσ αρσ )
polipoide (επίθ.)
polipolio (ουσ αρσ )
poliposo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---