Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmicròmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,mikroˈmɛtro] 1 καλίμπρα μικρομέτρου 2 μικρόμετρο 3 ένα εκατομμυριοστό του μέτρου 4 μικρομετρική διάταξη οργάνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |