Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmicroscopìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mikroskoˈpia] 1 χρήση ή έρευνα με μικροσκόπιο 2 μικροσκόπηση 3 μικροσκοπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |