Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


microscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mikrosˈkɔpjo]

το μικροσκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  microscopico microscopista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microprocessore (ουσ αρσ )
microrganismo (ουσ αρσ )
microscheda (θηλ.ουσ)
microscopia (θηλ.ουσ)
microscopico (επίθ.)
microscopio (ουσ αρσ )
microscopista (ουσ αρσ και θηλ.)
microsecondo (ουσ αρσ )
microsismo (ουσ αρσ )
microsismografo (ουσ αρσ )
microsolco (ουσ αρσ )
microspia (θηλ.ουσ)
microtelefono (ουσ αρσ )
microtomo (ουσ αρσ )
mida (ουσ αρσ e θηλ.ουσ)
midi (θηλ.ουσ)
midi (επίθ.)
midigonna (θηλ.ουσ)
midinette (θηλ.ουσ)
midolla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---