Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


micronesiàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mikroneˈzjano]

Μικρονησιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  micron micronizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

micromillimetro (ουσ αρσ )
microminiaturizzato (επίθ.)
microminiaturizzazione (θηλ.ουσ)
micromotore (ουσ αρσ )
micron (ουσ αρσ )
micronesiano (αρσ. επίθ και ουσ)
micronizzare (ρ. μτβ.)
microonda (θηλ.ουσ)
microprocessore (ουσ αρσ )
microrganismo (ουσ αρσ )
microscheda (θηλ.ουσ)
microscopia (θηλ.ουσ)
microscopico (επίθ.)
microscopio (ουσ αρσ )
microscopista (ουσ αρσ και θηλ.)
microsecondo (ουσ αρσ )
microsismo (ουσ αρσ )
microsismografo (ουσ αρσ )
microsolco (ουσ αρσ )
microspia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---