Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lógoro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlogoro]

φθαρμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  logorio logorrea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

logoramento (ουσ αρσ )
logorante (επίθ.)
logorare (ρ. μτβ.)
logorarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
logorio (ουσ αρσ )
logoro (επίθ.)
logorrea (θηλ.ουσ)
logorroico (αρσ. επίθ και ουσ)
logos (ουσ αρσ )
logotipo (ουσ αρσ )
lolita (θηλ.ουσ)
lolla (θηλ.ουσ)
lombaggine (θηλ.ουσ)
Lombardia (κύρ.όν. θηλ.)
lombardo (ουσ αρσ )
lombardo (επίθ.)
lombare (επίθ.)
lombata (θηλ.ουσ)
lombo (ουσ αρσ )
lombosacrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---