Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlogoraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [logoraˈmento] 1 λογική φθορά 2 συνηθισμένη φθορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |