Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


logoraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [logoraˈmento]

1 λογική φθορά
2 συνηθισμένη φθορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  logoplegia logorante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

logogrifo (ουσ αρσ )
logomachia (θηλ.ουσ)
logopatia (θηλ.ουσ)
logopedia (θηλ.ουσ)
logoplegia (θηλ.ουσ)
logoramento (ουσ αρσ )
logorante (επίθ.)
logorare (ρ. μτβ.)
logorarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
logorio (ουσ αρσ )
logoro (επίθ.)
logorrea (θηλ.ουσ)
logorroico (αρσ. επίθ και ουσ)
logos (ουσ αρσ )
logotipo (ουσ αρσ )
lolita (θηλ.ουσ)
lolla (θηλ.ουσ)
lombaggine (θηλ.ουσ)
Lombardia (κύρ.όν. θηλ.)
lombardo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---