ItalianoGreco


logorìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [logoˈrio]

1 λογική φθορά
2 καταπόνηση
3 τρίψιμο
4 τριβή
5 συνηθισμένη φθορά
6 φθορά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---