Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


legìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [leˈʤista]

1 νομικός ειδικός σε ρωμαὶκό δίκαιο
2 νομομαθής
3 νομικός ειδικός σε αστικό δίκαιο
4 νομικός επιστήμονας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legislazione legittima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legione (θηλ.ουσ)
legislativo (επίθ.)
legislatore (ουσ αρσ )
legislatura (θηλ.ουσ)
legislazione (θηλ.ουσ)
legista (ουσ αρσ και θηλ.)
legittima (θηλ.ουσ)
legittimamente (επίρ.)
legittimare (ρ. μτβ.)
legittimario (ουσ αρσ )
legittimazione (θηλ.ουσ)
legittimismo (ουσ αρσ )
legittimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legittimistico (επίθ.)
legittimità (θηλ.ουσ)
legittimo (επίθ.)
legna (θηλ.ουσ)
legnaceo (επίθ.)
legnaia (θηλ.ουσ)
legnaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---