Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [isˈtɔlogo]

ιστολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istologico istoriare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istogenesi (θηλ.ουσ)
istogramma (ουσ αρσ )
istolisi (θηλ.ουσ)
istologia (θηλ.ουσ)
istologico (επίθ.)
istologo (ουσ αρσ )
istoriare (ρ. μτβ.)
istoriografo (ουσ αρσ )
istradare (ρ. μτβ.)
Istria (θηλ.ουσ)
istrice (ουσ αρσ )
istrione (ουσ αρσ )
istrionesco (επίθ.)
istrionico (αρσ. επίθ και ουσ)
istrionismo (ουσ αρσ )
istruire (ρ. μτβ.)
istruirsi (ρ.μ. (αντων.))
istruito (επίθ.)
istruttivo (επίθ.)
istruttore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---