Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istitutrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [istituˈtriʧe]

οικοδιδασκάλισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istitutore istituzionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istiocito (ουσ αρσ )
istituire (ρ. μτβ.)
istitutivo (επίθ.)
istituto (ουσ αρσ )
istitutore (ουσ αρσ )
istitutrice (θηλ.ουσ)
istituzionale (επίθ.)
istituzionalizzare (ρ. μτβ.)
istituzionalizzazione (θηλ.ουσ)
istituzione (θηλ.ουσ)
istmico (επίθ.)
istmo (ουσ αρσ )
istochimica (θηλ.ουσ)
istogenesi (θηλ.ουσ)
istogramma (ουσ αρσ )
istolisi (θηλ.ουσ)
istologia (θηλ.ουσ)
istologico (επίθ.)
istologo (ουσ αρσ )
istoriare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---