Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istituìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [istituˈire]

1 καθιδρύω
2 ενιδρύω
3 ιδρύω
4 εγκαθιστώ
5 δημιουργώ
6 διορίζω
7 συνιστώ
8 ανακηρύσσω υποψήφιο
9 αρχίζω
10 ορίζω
11 στήνω
12 θεμελιώνω
13 οικοδομώ
14 συμπηγνύω
15 συγκροτώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istiocito istitutivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istintivo (επίθ.)
istinto (ουσ αρσ )
istintuale (επίθ.)
istiocita (ουσ αρσ )
istiocito (ουσ αρσ )
istituire (ρ. μτβ.)
istitutivo (επίθ.)
istituto (ουσ αρσ )
istitutore (ουσ αρσ )
istitutrice (θηλ.ουσ)
istituzionale (επίθ.)
istituzionalizzare (ρ. μτβ.)
istituzionalizzazione (θηλ.ουσ)
istituzione (θηλ.ουσ)
istmico (επίθ.)
istmo (ουσ αρσ )
istochimica (θηλ.ουσ)
istogenesi (θηλ.ουσ)
istogramma (ουσ αρσ )
istolisi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---