Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istìnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [isˈtinto]

το ορμέφυτο, το ένστικτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istintivo istintuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istigazione (θηλ.ουσ)
istillare (ρ. μτβ.)
istintivamente (επίρ.)
istintività (θηλ.ουσ)
istintivo (επίθ.)
istinto (ουσ αρσ )
istintuale (επίθ.)
istiocita (ουσ αρσ )
istiocito (ουσ αρσ )
istituire (ρ. μτβ.)
istitutivo (επίθ.)
istituto (ουσ αρσ )
istitutore (ουσ αρσ )
istitutrice (θηλ.ουσ)
istituzionale (επίθ.)
istituzionalizzare (ρ. μτβ.)
istituzionalizzazione (θηλ.ουσ)
istituzione (θηλ.ουσ)
istmico (επίθ.)
istmo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---