Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόistitùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [istiˈtuto] 1 το ινστιτούτο 2 (scuola) το εκπαιδευτικό ίδρυμα 3 (all'università) η σχολή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαistituto [αρσ.] di bellezza = το ινστιτούτο ομορφιάς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |