Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irremovibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irremovibiliˈta]

1 πείσμα
2 δογματισμός
3 επιμονή
4 εμμονή
5 ακαμψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irremovibile irreparabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irreligiosità (θηλ.ουσ)
irreligioso (επίθ.)
irremissibile (επίθ.)
irremissibilità (θηλ.ουσ)
irremovibile (επίθ.)
irremovibilità (θηλ.ουσ)
irreparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irreparabilità (θηλ.ουσ)
irreperibile (επίθ.)
irreperibilità (θηλ.ουσ)
irreprensibile (επίθ.)
irreprensibilità (θηλ.ουσ)
irreprimibile (επίθ.)
irrequietezza (θηλ.ουσ)
irrequieto (επίθ.)
irrequietudine (θηλ.ουσ)
irresistibile (επίθ.)
irresistibilità (θηλ.ουσ)
irresolubile (επίθ.)
irresolubilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---