Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irremissìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irremisˈsibile]

1 μη συγχωρήσιμος
2 μη αφέσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irreligioso irremissibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irregolari (ουσ αρσ πληθ.)
irregolarità (θηλ.ουσ)
irreligione (θηλ.ουσ)
irreligiosità (θηλ.ουσ)
irreligioso (επίθ.)
irremissibile (επίθ.)
irremissibilità (θηλ.ουσ)
irremovibile (επίθ.)
irremovibilità (θηλ.ουσ)
irreparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irreparabilità (θηλ.ουσ)
irreperibile (επίθ.)
irreperibilità (θηλ.ουσ)
irreprensibile (επίθ.)
irreprensibilità (θηλ.ουσ)
irreprimibile (επίθ.)
irrequietezza (θηλ.ουσ)
irrequieto (επίθ.)
irrequietudine (θηλ.ουσ)
irresistibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---