Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irremovìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irremoˈvibile]

1 μονοκόμματος
2 ακλόνητος
3 απαρασάλευτος
4 επίμονος
5 άκαμπτος
6 δογματικός
7 πεισματάρικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irremissibilità irremovibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irreligione (θηλ.ουσ)
irreligiosità (θηλ.ουσ)
irreligioso (επίθ.)
irremissibile (επίθ.)
irremissibilità (θηλ.ουσ)
irremovibile (επίθ.)
irremovibilità (θηλ.ουσ)
irreparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irreparabilità (θηλ.ουσ)
irreperibile (επίθ.)
irreperibilità (θηλ.ουσ)
irreprensibile (επίθ.)
irreprensibilità (θηλ.ουσ)
irreprimibile (επίθ.)
irrequietezza (θηλ.ουσ)
irrequieto (επίθ.)
irrequietudine (θηλ.ουσ)
irresistibile (επίθ.)
irresistibilità (θηλ.ουσ)
irresolubile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---