Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irreggimentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [irredʤimenˈtare]

1 κατατάσσω σε σύνταγμα
2 υποβάλλω σε πειθαρχία
3 οργανώνω στρατιωτικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrefutabilità irregolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irredimibilità (θηλ.ουσ)
irrefrenabile (επίθ.)
irrefrenabilità (θηλ.ουσ)
irrefutabile (επίθ.)
irrefutabilità (θηλ.ουσ)
irreggimentare (ρ. μτβ.)
irregolare (αρσ. επίθ και ουσ)
irregolari (ουσ αρσ πληθ.)
irregolarità (θηλ.ουσ)
irreligione (θηλ.ουσ)
irreligiosità (θηλ.ουσ)
irreligioso (επίθ.)
irremissibile (επίθ.)
irremissibilità (θηλ.ουσ)
irremovibile (επίθ.)
irremovibilità (θηλ.ουσ)
irreparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irreparabilità (θηλ.ουσ)
irreperibile (επίθ.)
irreperibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---