Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idrosilurànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,idrosiluˈrante]

αεροσκάφος τορπιλοβόλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idrosfera idrosol  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idroscalo (ουσ αρσ )
idroscì (ουσ αρσ )
idroscivolante (ουσ αρσ )
idroscopio (ουσ αρσ )
idrosfera (θηλ.ουσ)
idrosilurante (ουσ αρσ )
idrosol (ουσ αρσ )
idrosolubile (επίθ.)
idrossido (ουσ αρσ )
idrostatica (θηλ.ουσ)
idrostatico (επίθ.)
idrostato (ουσ αρσ )
idroterapeutico (επίθ.)
idroterapia (θηλ.ουσ)
idroterapico (επίθ.)
idrotermale (επίθ.)
idrotorace (ουσ αρσ )
idrotropismo (ουσ αρσ )
idrovia (θηλ.ουσ)
idroviario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---