Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόidròfobo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔfobo] 1 υδρόφοβος 2 λυσσασμένος 3 λυσσώδης 4 μανιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |