ItalianoGreco


idròfilo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔfilo]

σκαθάρι υδρόφιλο

idròfilo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔfilo]

υδρόφιλος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cotone [αρσ.] idrofilo = το υδρόφιλο βαμβάκι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---