Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idròfugo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔfugo]

1 στεγανός
2 υδατοστεγής
3 αδιάβροχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idrofugare idrogenare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idrofobia (θηλ.ουσ)
idrofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
idrofono (ουσ αρσ )
idroforo (αρσ. επίθ και ουσ)
idrofugare (ρ. μτβ.)
idrofugo (αρσ. επίθ και ουσ)
idrogenare (ρ. μτβ.)
idrogenato (επίθ.)
idrogenazione (θηλ.ουσ)
idrogenione (ουσ αρσ )
idrogeno (ουσ αρσ )
idrogeologia (θηλ.ουσ)
idrografia (θηλ.ουσ)
idrografico (επίθ.)
idrografo (ουσ αρσ )
idrolasi (θηλ.ουσ)
idrolisi (θηλ.ουσ)
idrolitico (επίθ.)
idrolito (ουσ αρσ )
idrolizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---