Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


idrògeno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈdrɔʤeno]

υδρογόνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  idrogenione idrogeologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

idrofugo (αρσ. επίθ και ουσ)
idrogenare (ρ. μτβ.)
idrogenato (επίθ.)
idrogenazione (θηλ.ουσ)
idrogenione (ουσ αρσ )
idrogeno (ουσ αρσ )
idrogeologia (θηλ.ουσ)
idrografia (θηλ.ουσ)
idrografico (επίθ.)
idrografo (ουσ αρσ )
idrolasi (θηλ.ουσ)
idrolisi (θηλ.ουσ)
idrolitico (επίθ.)
idrolito (ουσ αρσ )
idrolizzare (ρ. μτβ.)
idrolizzato (επίθ.)
idrologia (θηλ.ουσ)
idrologico (επίθ.)
idrologo (ουσ αρσ )
idromante (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---