ItalianoGreco


fossilizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fossiliddzatˈtsjone]

1 κατάσταση ακινησίας ή απολίθωσης
2 οστεοποίηση
3 απολιθωματοποίηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---