Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fossilizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fossiliddzatˈtsjone]

1 κατάσταση ακινησίας ή απολίθωσης
2 οστεοποίηση
3 απολιθωματοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fossilizzato fosso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fossile (επίθ.)
fossilifero (επίθ.)
fossilizzare (ρ. μτβ.)
fossilizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fossilizzato (επίθ.)
fossilizzazione (θηλ.ουσ)
fosso (ουσ αρσ )
fot (ουσ αρσ )
foto (θηλ.ουσ)
fotoallergia (θηλ.ουσ)
fotocalcografia (θηλ.ουσ)
fotocamera (θηλ.ουσ)
fotocatodo (ουσ αρσ )
fotocellula (θηλ.ουσ)
fotoceramica (θηλ.ουσ)
fotochimica (θηλ.ουσ)
fotochimico (επίθ.)
fotocoagulazione (θηλ.ουσ)
fotocollografia (θηλ.ουσ)
fotocolor (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---