Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfòssile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔssile] το απολίθωμα fòssile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔssile] ορυκτός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |