Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfossilizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [fossilidˈdzare] 1 οστεοποιώ 2 απολιθωματοποιώ fossilizzàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [fossilidˈdzarsi] 1 γίνομαι συντηρητικός 2 γίνομαι απολίθωμα 3 απολιθωματοποιούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |