Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfossàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fosˈsato] 1 τάφρος 2 αυλάκι 3 όρυγμα 4 χαντάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |