Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fotocòlor  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,fɔtoˈkɔlor]

1 έγχρωμο σλάιντ
2 έγχρωμη διαφάνεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fotocollografia fotocomporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fotoceramica (θηλ.ουσ)
fotochimica (θηλ.ουσ)
fotochimico (επίθ.)
fotocoagulazione (θηλ.ουσ)
fotocollografia (θηλ.ουσ)
fotocolor (ουσ αρσ )
fotocomporre (ρ. μτβ.)
fotocompositrice (θηλ.ουσ)
fotocomposizione (θηλ.ουσ)
fotoconduttività (θηλ.ουσ)
fotoconduttore (ουσ αρσ )
fotoconduttore (επίθ.)
fotocopia (θηλ.ουσ)
fotocopiare (ρ. μτβ.)
fotocopiatrice (θηλ.ουσ)
fotocromia (θηλ.ουσ)
fotocronaca (θηλ.ουσ)
fotocronista (ουσ αρσ και θηλ.)
fotodinamico (επίθ.)
fotodiodo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---