Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epiduràle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [epiduˈrale]

επισκληρίδιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epidoto epifania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epidermomicosi (θηλ.ουσ)
epidiascopio (ουσ αρσ )
epididimo (ουσ αρσ )
epidittico (επίθ.)
epidoto (ουσ αρσ )
epidurale (θηλ. επίθ και ουσ)
epifania (θηλ.ουσ)
epifenomeno (ουσ αρσ )
epifisario (επίθ.)
epifisi (θηλ.ουσ)
epifita (θηλ.ουσ)
epifonema (ουσ αρσ )
epigastrico (επίθ.)
epigastrio (ουσ αρσ )
epigenesi (θηλ.ουσ)
epigenetico (επίθ.)
epigeo (επίθ.)
epiglottico (επίθ.)
epiglottide (θηλ.ουσ)
epigono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---