Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epidiascòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛpidiasˈkɔpjo]

επιδιασκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epidermomicosi epididimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epidemico (επίθ.)
epidemiologia (θηλ.ουσ)
epidermico (επίθ.)
epidermide (θηλ.ουσ)
epidermomicosi (θηλ.ουσ)
epidiascopio (ουσ αρσ )
epididimo (ουσ αρσ )
epidittico (επίθ.)
epidoto (ουσ αρσ )
epidurale (θηλ. επίθ και ουσ)
epifania (θηλ.ουσ)
epifenomeno (ουσ αρσ )
epifisario (επίθ.)
epifisi (θηλ.ουσ)
epifita (θηλ.ουσ)
epifonema (ουσ αρσ )
epigastrico (επίθ.)
epigastrio (ουσ αρσ )
epigenesi (θηλ.ουσ)
epigenetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---