Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


epicurèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [epikuˈrɛo]

επικούρειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  epicureismo epicuro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

epicicloide (θηλ.ουσ)
epico (επίθ.)
epicondiliano (επίθ.)
epicondilo (ουσ αρσ )
epicureismo (ουσ αρσ )
epicureo (αρσ. επίθ και ουσ)
epicuro (ουσ αρσ )
epidemia (θηλ.ουσ)
epidemicità (θηλ.ουσ)
epidemico (επίθ.)
epidemiologia (θηλ.ουσ)
epidermico (επίθ.)
epidermide (θηλ.ουσ)
epidermomicosi (θηλ.ουσ)
epidiascopio (ουσ αρσ )
epididimo (ουσ αρσ )
epidittico (επίθ.)
epidoto (ουσ αρσ )
epidurale (θηλ. επίθ και ουσ)
epifania (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---