Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


embàrgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emˈbargo]

1 αποκλεισμός
2 εμπάργκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emazia embaterio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ematopoiesi (θηλ.ουσ)
ematopoietico (επίθ.)
ematosi (θηλ.ουσ)
ematuria (θηλ.ουσ)
emazia (θηλ.ουσ)
embargo (ουσ αρσ )
embaterio (ουσ αρσ )
emblema (ουσ αρσ )
emblematicamente (επίρ.)
emblematico (επίθ.)
embolia (θηλ.ουσ)
embolismo (ουσ αρσ )
embolo (ουσ αρσ )
embricare (ρ. μτβ.)
embricato (επίθ.)
embrice (ουσ αρσ )
embriciata (θηλ.ουσ)
embriogenesi (θηλ.ουσ)
embriogenia (θηλ.ουσ)
embriografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---