Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demofobìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [demofoˈbia]

1 ανθρωποφοβία
2 αγοραφοβία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demodulazione demografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demodé (επίθ.)
demodossologia (θηλ.ουσ)
demodulare (ρ. μτβ.)
demodulatore (ουσ αρσ )
demodulazione (θηλ.ουσ)
demofobia (θηλ.ουσ)
demografia (θηλ.ουσ)
demografico (επίθ.)
demografo (ουσ αρσ )
demolire (ρ. μτβ.)
demolitore (ουσ αρσ )
demolitore (επίθ.)
demolizione (θηλ.ουσ)
demologia (θηλ.ουσ)
demoltiplica (θηλ.ουσ)
demoltiplicare (ρ. μτβ.)
demoltiplicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
demoltiplicazione (θηλ.ουσ)
demone (ουσ αρσ )
demonetizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---